- τσακώνικο
- τοκαρπός μιας ποικιλίας της αχλαδιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσακώνικο — το, Ν βλ. τσακωνικός … Dictionary of Greek
Τσάκωνες — Ονομασία των κατοίκων της Τσακωνιάς (Πελοπόννησος). Με την ονομασία Τζέκονες αναφέρονται για πρώτη φορά από τον Κωνσταντίνο Z’ τον Πορφυρογέννητο, ο οποίος, ως στρατιώτες, τους θεωρούσε καταλληλότερους στην επάνδρωση φρουρίων. Ήταν απόγονοι των… … Dictionary of Greek
τσακωνικός — ή, ό, και τσακώνικος, η, ο, Ν [Τσάκωνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τσάκωνες ή στην Τσακωνία 2. το ουδ. ως ουσ. το τσακώνικο ο καρπός μιας ποικιλίας τού φυτού απιδιά η κοινή 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσακωνικά και τσακώνικα η … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
τσακωνικός, -ή, -ό — και τσακώνικος, η, ο,1. που έχει σχέση με τους Τσάκωνες ή την Τσακωνιά: Τσακωνική διάλεκτος. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., τα τσακώνικα η τσακωνική διάλεκτος. 3. το ουδ. εν. ως ουσ., τσακώνικο (βλ. λ.). 4. επίρρ., τσακώνικα στην τσακωνική διάλεκτο:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)